- Terentinus [1]
1. Terentīnus, a, um, s. Terentum.
http://www.zeno.org/Georges-1913. 1806–1895.
1. Terentīnus, a, um, s. Terentum.
http://www.zeno.org/Georges-1913. 1806–1895.
Βάρρων — (Varro). Οικογενειακό όνομα ονομαστών ανδρών της αρχαίας Ρώμης. Οι κυριότεροι είναι: 1. Γάιος Τερέντιος Β. (Gaius Terentius Varro, τέλη 3ου αι. π.Χ.). Ρωμαίος ύπατος. Ήταν γιος κρεοπώλη και διετέλεσε και ο ίδιος κρεοπώλης. Δημαγωγός καθώς ήταν,… … Dictionary of Greek